ἀνωμάλους

ἀνωμάλους
ἀνομαλόω
imperf ind act 2nd sg
ἀνώμαλος
uneven
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνωμαλοῦς — ἀνωμαλής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • λατιμερίδες — (latimeridae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κοιλακανθομόρφων, της υπέρταξης των κροσσοπτερυγίων. Όλα τα είδη της οικογένειας έχουν εκλείψει, εκτός από ένα. Τα ψάρια αυτά είχαν κροσσωτά πτερύγια και ο σκελετός τους δεν ήταν όλος οστεοποιημένος …   Dictionary of Greek

  • Μπινέ, Αλφρέ — (Alfred Binet, Νίκαια 1857 – Παρίσι 1911). Γάλλος ψυχολόγος. Αφού σπούδασε νομικά, ιατρική και φυσική ιστορία, παρακολούθησε τη σχολή του Σαρκό και αφιερώθηκε αποκλειστικά στην επιστημονική ψυχολογία. Το 1895 ίδρυσε και κατόπιν διεύθυνε την… …   Dictionary of Greek

  • απόκρυψη — η το κρύψιμο: Σε ανώμαλους καιρούς πολύ συνηθισμένη είναι η απόκρυψη τροφίμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”